παραβάπτισμα

παραβάπτισμα
τὸ, ΜΑ [παραβαπτίζω]
αντικανονικό βάπτισμα, όπως είναι το βάπτισμα που τελεί αιρετικός ιερέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραφώτισμα — τὸ, Μ αιρετικό βάπτισμα, παραβάπτισμα, ψεύτικο φώτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φωτίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”